- δαιμονίς
- δαιμον-ίς, ίδος, ἡ, fem. of δαίμων, Procl.in Ti.1.47 D., in Prm. p.643S., Herm. in Phdr.p.87 A.:—also [suff] δαιμόν-ισσα, ἡ, PMag.Leid.W.16.48.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δαιμονίς — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαιμονίς — η (Α) βλ. δαίμονας … Dictionary of Greek
δαιμονίδας — δαιμονίς fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαιμονίδες — δαιμονίς fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαιμονίσιν — δαιμονίς fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαίμονας — ο (θηλ. δαιμόνισσα, η) (AM δαίμων, ο Α θηλ. δαίμων, η και δαιμονίς, η) πονηρό πνεύμα, διάβολος νεοελλ. 1. (για ανθρώπους) έξυπνος αλλά καταχθόνιος 2. (σε αναφώνηση οργής ή εκπλήξεως) «τί δαίμονα!», «να πάρει ο δαίμονας!» 3. δαίμων ο αστέρας β τού … Dictionary of Greek